- αποκουρεύω
- μετ.1) достригать; 2) остригать наголо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκουρεύω — (Μ ἀποκουρεύω) νεοελλ. αποτελειώνω το κούρεμα, κουρεύω εντελώς μσν. κουρεύω σε τελετή δόκιμο μοναχό για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα … Dictionary of Greek